- ταμπάκικο
- τοβυρσοδεψείο, εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταμπάκικο — το, Ν το εργαστήριο τού ταμπάκη, βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκης + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβ ικο)] … Dictionary of Greek
βυρσοδεψείο — το το εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία δέρματος, το ταμπάκικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)